- ἐπενόουν
- ἐπινοέωthink onimperf ind act 3rd pl (attic epic doric)ἐπινοέωthink onimperf ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επινοώ — (AM ἐπινοῶ, έω) [νοώ] 1. σκέπτομαι κάτι, μηχανεύομαι, εφευρίσκω, σοφίζομαι (α. «επινόησε ολόκληρο παραμύθι για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῑν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», Ηρόδ.) 2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι μσν. 1. ξέρω καλά 2 … Dictionary of Greek